ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Woodstock: οι «Τρεις Μέρες Αγάπης, Ειρήνης και Μουσικής» που (δεν) άλλαξαν τον Κόσμο


Το Woodstock Music And Art Fair, όπως ήταν το πλήρες όνομα του φεστιβάλ, αποτέλεσε την πρώτη κραυγαλέα εμπορική εκμετάλλευση της έννοιας «μαζική συνύπαρξη ανθρώπων με το ίδιο μουσικό γούστο». Απέκτησε μυθικές διαστάσεις και σήμερα μνημονεύεται ως ένα από τα σημαντικότερα μουσικά γεγονότα του 20ου Αιώνα, κυρίως γιατί κατάφερε να συγκεντρώσει κάτω από
 την ίδια συναυλιακή στέγη μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής εκείνης της εποχής.

Η δεκαετία του 1960 ήταν μια δύσκολη περίοδος για όλη την ανθρωπότητα, η οποία μέσα σε δυο χρόνια, από το 1967 ως το 1969, είχε γίνει μάρτυρας του Γαλλικού Μάη και του ολοένα κι αυξανόμενου ανταγωνισμού των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου. Λίγες μέρες πριν από εκείνον τον Αύγουστο του 1969 την έναρξη του Φεστιβάλ, ο Νιλ Άρμστρονγκ είχε πατήσει στη Σελήνη και η Οικογένεια του Τσαρλς Μάνσον είχε προβεί στις σφαγές της Σάρον Τέιτ και της παρέας της, ενώ είχε μεσολαβήσει κι ο θάνατος του σημαντικότερου μουσικού στις τάξεις των Rolling Stones, του Μπράιαν Τζόουνς.



Κι όμως ένα γεγονός κοσμοϊστορικής πολιτιστικής σημασίας όπως το Γουντστοκ δεν ξεκίνησε από κανέναν επαναστάτη και κανέναν αμφισβητία. Ο ιθύνων νους πίσω από το Γούντστοκ δεν ήταν ούτε κάποιος εκπρόσωπος της επαναστατικής χίπικης κοινότητας της εποχής εκείνης, ούτε κάποιο εξέχον στέλεχος των Παιδιών των Λουλουδιών, αλλά ο Τζόελ Ρόουζενμαν κι ο Τζον Ρόμπερτς, που είχαν συναντηθεί λίγο καιρό πριν σε ένα γήπεδο γκολφ κι αναζητούσαν έναν τρόπο να αυξήσουν το κεφάλαιο που είχαν ήδη από τους γονείς τους. Έτσι έβαλαν μια αγγελία στην εφημερίδα Wall Street Journal η οποία έλεγε «Νέοι, με απεριόριστο κεφάλαιο, ζητούν προτάσεις για ενδιαφέρουσες, νόμιμες επενδύσεις κι επιχειρηματικές ιδέες». Μέσα στον επόμενο μήνα έφτασαν στα χέρια τους περί τις 8000 απαντήσεις, χωρίς καμία από αυτές να είναι όμως πραγματικά άξια περαιτέρω διερεύνησης, μέχρι την στιγμή που οι δικηγόροι τους τους πρότειναν να κάνουν ένα ραντεβού με δυο νέους που ισχυρίζονταν ότι είχαν μια εξαιρετική πρόταση. Ο 19χρονος Μάικ Λανγκ, ιδιοκτήτης ενός στούντιο στην Φλόριντα, και ο Άρτι Κόρνφελντ, διοικητικό στέλεχος της εταιρείας Capitol Records συνάντησαν τους δυο επιχειρηματίες και από την κουβέντα προέκυψε η από κοινού διεξαγωγή ενός μεγάλου μουσικού φεστιβάλ, τα έσοδα του οποίου θα διατίθονταν για την κατασκευή ενός στούντιο ηχογραφήσεων στην Νέα Υόρκη, που παράλληλα θα λειτουργούσε ως πολυχώρος Τέχνης και πολιτιστικών εκδηλώσεων.


Η εταιρεία που δημιουργήθηκε ονομάστηκε Woodstock Ventures Inc. Το συνολικό κόστος της διοργάνωσης θα έφτανε στις 200.000 δολάρια και σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τεσσάρων εμπλεκομένων, αν στο τριήμερο φεστιβάλ έρχονταν 75.000 θεατές με εισιτήριο 6 δολάρια την ημέρα, τα κέρδη θα ήταν ικανοποιητικά και για τους τέσσερις. Τελικά από στόμα σε στόμα και με την βοήθεια των μαζικών κέντρων κουλτούρας της νεολαίας, του Σαν Φρανσίσκο και της Νέας Υόρκης, το εγχείρημα μάζεψε γύρω του πολλούς ενθουσιώδεις οπαδούς και οι αρχικοί υπολογισμοί τους φάνηκαν να είναι εξαιρετικά μετριοπαθείς. Έτσι αναγκάστηκαν να προβούν στην ενοικίαση μιας μεγάλης έκτασης κοντά στην Νέα Υόρκη που ανήκε στον κτηματία Μαξ Γιάσγκουρ. Η επινοικίαση του χώρου κόστισε 50000 δολάρια συν άλλα 70000 που θα κατέβαλαν στον ίδιο σε περίπτωση καταστροφής της γης του από τις ορδές των χίπις που θα συνέρεαν. Η φάρμα του Γιάσγκουρ ήταν πραγματικά ιδανική: διέθετε την απαραίτητη αμφιθεατρική κλίση και βρισκόταν στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, σε ένα προάστιο ονόματι Μπέθελ, το δημοτικό συμβούλιο του οποίου είδε με καλό μάτι την πρόταση των τεσσάρων επιχειρηματιών, αφού μετά το φεστιβάλ η πόλη θα αποκτούσε τουριστικό ενδιαφέρον και μεγαλύτερη αξία στα οικόπεδα του. Ημερομηνία διεξαγωγής του φεστιβάλ ορίστηκε το τριήμερο 15-17 Αυγούστου και το εισιτήριο στα 7 δολάρια τη μέρα.


Η διοργανώτρια εταιρεία αποδείχτηκε να έχει… ελληνικές συνήθειες και μια μέρα πριν την επίσημη έναρξη λίγα πράγματα ήταν έτοιμα: η σκηνή δεν είχε στηθεί ακόμη, ο ηχητικός και υλικοτεχνικός εξοπλισμός βρισκόταν ακόμη στο δρόμο, τουαλέτες δεν υπήρχαν και οι γιατροί δεν είχαν ακόμη στήσει τις σκηνές τους. Η αστυνομία αποφάσισε να μην περιφρουρήσει τον χώρο -θα ήταν ένα ειρηνικό φεστιβάλ, άλλωστε. Μέσα στον χώρο του φεστιβάλ 400 σωματοφύλακες και σεκιουριτάδες είχαν αναλάβει την ομαλή διεξαγωγή του φεστιβάλ φορώντας κόκκινα μπλουζάκια με την λέξη Ειρήνη πάνω. Ο Λανγκ έριξε την ιδέα να δημιουργηθεί ένας ξεχωριστός χώρος παιδικής χαράς για τα μικρά παιδιά, όπως κι έγινε. Τα πιο σημαντικά προβλήματα ενέσκηψαν όμως στο ζήτημα της διατροφής και της υγιεινής: για το μεν πρώτο ανέλαβε δράση η μη κερδοσκοπική εταιρεία Food For Love, η οποία θα μοίραζε δωρεάν χάμπουργκερ και κοκακόλα σε όλους τους θεατές. Αντίστοιχα η εταιρεία Port O San προμήθευσε τον χώρο με 2000 χημικές τουαλέτες που συνδέονταν υπογείως με τον αγωγό του Μπέθελ.



Το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1969 η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον αυτοκινητόδρομο που οδηγούσε στην φάρμα του Γιάσγκουρ ήταν ασφυκτική: 100000 περίμεναν μέσα στα αμάξια τους, χιλιάδες οχήματα είχαν καθηλωθεί καθ’ οδόν προς το Μπέθελ ενώ άλλοι 200000 χιλιάδες είχαν ήδη φτάσει στον χώρο από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αμερικής. Ο μόνος τρόπος που μπορούσε να κινηθεί κανείς ήταν εναερίως, γι’ αυτό και οι διοργανωτές πλήρωσαν επιπλέον 1 εκατομμύριο δολάρια για τα έξοδα της μετακίνησης των ελικοπτέρων που μετέφεραν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τους καλλιτέχνες. Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου στον χώρο βρίσκονταν περί τις 450000 άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν μπει δωρεάν, αφού λίγες ώρες πριν τα συρματοπλέγματα που περιέβαλαν τον χώρο είχαν πέσει και οι διοργανωτές ανακοίνωσαν ότι το φεστιβάλ θα ήταν ελεύθερο –έχοντας βγάλει μέχρι την στιγμή εκείνη τα χρήματα τους από την προπώληση περίπου 70000 εισιτηρίων. Ο λόγος που έσπευσε τόσος κόσμος δεν ήταν φυσικά ούτε οι διακηρύξεις περί ειρήνης και αγάπης, ούτε ο κοινός σκοπός της διαμαρτυρίας στον μαινόμενο πόλεμο του Βιετνάμ. Ήταν η συγκέντρωση τόσων πολλών καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, όλα τους κορυφαία ονόματα της εποχής: Τζάνις Τζόπλιν, Τζόαν Μπαέζ, Κρίντενς Κλιαργουότερ Ριβάιβαλ, Δε Χού, Σλάι Εντ Δε Φάμιλι Στόουν και φυσικά ο Τζίμι Χέντριξ. Έλειπαν βέβαια τα τρία πιο καυτά συναυλιακά ονόματα, οι Μπιτλς, οι Ρόλινγκ Στόουνς και ο Μπόμπ Ντίλαν, αν και για τον τελευταίο οι διοργανωτές είχαν διαδώσει την φήμη ότι θα εμφανιστεί, προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ ασφαλώς γιατί ο εν λόγω καλλιτέχνης προετοιμαζόταν για την εμφάνιση του στο φεστιβάλ του Νησιού του Γουάιτ, που θα λάμβανε χώρα δέκα μέρες αργότερα.

 
 
Στις 4 το μεσημέρι της ίδιας μέρας όλα ως δια μαγείας ήταν έτοιμα. Δυστυχώς οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν την ίδια γνώμη. Η νεροποντή που ξεκίνησε από την πρώτη μέρα και που συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι το τέλος του φεστιβάλ είχε ως αποτέλεσμα το Γούντστοκ να μείνει στην ιστορία ως το Λασπωμένο Φεστιβάλ. Οι σκηνές των θεατών βυθίστηκαν στον βούρκο και πολλοί από αυτούς πέρασαν 72 ώρες όρθιοι, άπλυτοι, χωρίς ύπνο, με μόνη βοήθεια τα κακίστης ποιότητας ναρκωτικά που κυκλοφορούσαν στον χώρο, η κατανάλωση των οποίων είχε σαν αποτέλεσμα να μεταφερθούν δεκάδες στα πρόχειρα ιατρεία που είχαν δημιουργηθεί. Κοινοβιακές ομάδες μοίραζαν παραισθησιογόνα στους παρευρισκόμενους κι ένας νεαρός είχε την φαεινή ιδέα, μετά από κατανάλωση LSD, να σκαρφαλώσει σε έναν πύργο φωτισμού και να κάνει βουτιά στο κενό. Είναι θαύμα το ότι έζησε, αν και διακομίστηκε στο νοσοκομείο με σπασμένη λεκάνη.
 
 
 
Το εναρκτήριο λάκτισμα του φεστιβάλ δόθηκε με επεισοδιακό τρόπο: ο μαύρος καλλιτέχνης Ρίτσι Χέιβενς ντρεπόταν να εμφανιστεί πρώτος γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις του κόσμου. Ο Τιμ Χάρντιν όμως δίνοντας του μια δυνατή σπρωξιά στην πλάτη, τον έριξε στην σκηνή. Ήταν 5:04 το απόγευμα της 15ης Αυγούστου. Ακολούθησαν ο Ινδός δεξιοτέχνης του σιτάρ Ραβί Σανκάρ, η Τζόαν Μπαέζ και ο Άρλο Γκάθρι, οι οποίοι έπαιξαν κάτω από έναν ουρανό που έριχνε τουλούμια βροχή και δυσχέραινε το έργο τους. Την επόμενη μέρα ο υπεύθυνος των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ενημέρωσε τον Ρόουζενμαν ότι υπήρχε κίνδυνος ηλεκτροπληξίας για τους μουσικούς αν συνέχιζαν να παίζουν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο ηλεκτρολόγος τελικά κατάφερε να περάσει το ρεύμα σε άλλα καλώδια που ήταν καλά θαμμένα και προστατευμένα μέσα στο έδαφος και η συναυλία συνεχίστηκε κανονικά.
 
 
 
Το Σάββατο το πρωί όλες οι εφημερίδες της χώρας είχαν για πρωτοσέλιδα τις φωτογραφίες από τον χώρο του Γούντστοκ. Έδειχναν νέους να κυλιούνται μέσα στις λάσπες και να χορεύουν γυμνοί κάτω από την βροχή. Ειδικά η ανταπόκριση της New York Times ήταν ιδιαίτερα δηκτική, κάνοντας ιδιαίτερα υποτιμητικά σχόλια για το επίπεδο του φεστιβάλ. Την ίδια μέρα εμφανίστηκε ο Κάρλος Σαντάνα με το συγκρότημα του, οι Γκρέιτφουλ Ντεντ, οι Κρίντενς Κλιαργουότερ Ριβάιβαλ, ο Τζον Σεμπάστιαν –ο οποίος πρέπει να είχε καταναλώσει τα περισσότερα ναρκωτικά απ’ όλους κι έμοιαζε εντελώς υπνωτισμένος-, η Τζάνις Τζόπλιν, επίσης κάτω από την επήρεια μεγάλης ποσότητας μαριχουάνας.
 
 
 
Κατά την διάρκεια της εμφάνισης των Who σημειώθηκε μάλιστα και το πιο αξιομνημόνευτο περιστατικό του τριημέρου, όταν ο γνωστός ακροαριστερός ακτιβιστής Άμπι Χόφμαν όρμησε στη σκηνή, άρπαξε το μικρόφωνο από τον τραγουδιστή Ρότζερ Ντάλτρει και απευθύνθηκε στον κόσμο προτού ο κιθαρίστας του γκρουπ, Πιτ Τάουνσεντ, τον κοπανήσει στο κεφάλι με την κιθάρα του και τον πετάξει από την σκηνή. Λίγα χρόνια μετά, ο Χόφμαν, ο οποίος σημειωτέον είχε προπληρωθεί 10000 δολάρια από τους διοργανωτές προκειμένου να μην παρευρεθεί στο φεστιβάλ και προκαλέσει ταραχές, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο Woodstock Nation: A Talk Rock Album, στο οποίο καταφερόταν ανοιχτά στο φεστιβάλ και τους διοργανωτές. Την μέρα έκλεισαν οι Σλάι Εντ Δε Φάμιλι Στόουν, οι οποίοι ζητώντας από το κοινό να ανάψουν τους αναπτήρες τους, κατέχουν έκτοτε την «πατρότητα» του δημοφιλούς αυτού συναυλιακού θεσμού.
 
 
 
Η Κυριακή ξημέρωσε με ήλιο και οι Τζέφερσον Έιρπλειν έπαιξαν μπροστά στον περισσότερο κόσμο. Ακολούθησε ο Τζο Κόκερ και η μέρα έκλεισε με την εμφάνιση των Κρόσμπι Στιλς Νας Εντ Γιανγκ, οι οποίοι έπαιξαν μπροστά σε μόλις 100.000 κόσμο, αφού οι περισσότεροι, ελέω της καταρρακτώδους βροχής που στο μεταξύ είχε ξαναρχίσει, είχαν αποχωρήσει από το φεστιβάλ. Δεν ήξεραν τι έχαναν βέβαια, αφού το ξημέρωμα της Δευτέρας 18 Αυγούστου επεφύλασσε την καλύτερη εμφάνιση του Γούντστοκ, αυτή του Τζίμι Χέντριξ. Οι 70000 κόσμου που είχαν απομείνει απόλαυσαν μια εκ των πιο αξιομνημόνευτων στιγμών της Ροκ Μυθολογίας, με τον Χέντριξ να παίζει στην κιθάρα του μια ηλεκτρισμένη διασκευή της Αστερόεσσας. Η εκτέλεση του αμερικανικού εθνικού ύμνου μεσούσης της σύρραξης στο Βιετνάμ αποτέλεσε την πιο τρανή δήλωση εναντίωσης στον πόλεμο.
 
 
 
Μετά το τέλος του φεστιβάλ έγινε ο απολογισμός: σημειώθηκαν 3 θάνατοι, ένας από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ένας από κρίση περιτονίτιδας κι ενός ατόμου που καταπλακώθηκε από ένα τρακτέρ (!), τρεις γεννήσεις, 5162 τραυματισμοί και 177 συλλήψεις. Οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να επιστρέψουν το αντίτιμο 18000 εισιτηρίων σε άτομα τα οποία τελικά δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ στο Γουντστοκ λόγω του μποτιλιαρίσματος. Οι διοργανωτές έχασαν ακόμη περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια από απρόβλεπτα έξοδα και τελικά η μόνη που έβγαλε κέρδος από το όλο εγχείρημα ήταν η Warner, η εταιρεία που είχε τα δικαιώματα της κινηματογραφικής ταινίας του Μάικλ Γουόντλι και η οποία έβαλε στα ταμεία της 17 εκατομμύρια δολάρια.
 
 
 
Έστω κι αν ένας από τους ανεπίσημους στόχους του, η λήξη του πολέμου, δεν επετεύχθη (και πως θα μπορούσε άραγε να συμβεί κάτι τέτοιο;), το Γούντστοκ κατάφερε το εξής: να συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής της εποχής εκείνης και να τα βάλει να παίξουν κάτω από την ίδια στέγη, όπως είχε γίνει δυο χρόνια νωρίτερα στο Μοντερέι. Αν όμως το Μοντερέι βρήκε όλα τα ονόματα αυτά στο σημείο ακμής τους, το Γούντστοκ βρήκε τα πιο πολλά από αυτά να πνέουν τα λοίσθια. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εν λόγω φεστιβάλ ήταν μια αποτυχημένη διοργάνωση. Απεναντίας. Το Γούντστοκ άνοιξε τον δρόμο για τα μεγάλα μαζικά μουσικά φεστιβάλ που ακολούθησαν κι έβαλε τους επιχειρηματίες να σκέπτονται μια τέτοια διοργάνωση πολύ πιο σοβαρά απ’ ότι παλαιοτέρα.
 
 
 
Το Γούντστοκ, όπως και το Άλταμοντ λίγους μήνες μετά, αποτέλεσαν την ταφόπλακα της γενιάς της Αθωότητας και των Παιδιών των Λουλουδιών. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση εκτραχύνθηκε. Η διπλή αναβίωση του ως συναυλιακού θεσμού το 1994 και το 1999 απλά απέδειξε ότι τα πάντα είχαν θυσιαστεί στον βωμό του επιχειρηματικού πνεύματος, κάτω από την αιγίδα του μότο Business is Business.Δυστυχώς το Πολύχρωμο Όνειρο, το Technicolor Dream δεν κράτησε πολύ. Πέθανε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της «Τάξης του ’69» και τους κύριους εκφραστές της, οι οποίοι σήμερα κατέχοντας επιτελικές θέσεις εξουσίας και συμμετέχοντας σε κάθε λογής συντηρητική άποψη, δίνουν διαταγές για πολέμους και ΝΑΤΟικές στρατιωτικές (χειρουργικές) επεμβάσεις.
 
 
 
για το κείμενο
Κωσταντίνος Τσάβαλος
cosmo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου