ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ...

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Όταν σου κολλάει ο ιός της μετακόμισης...




Μετά, λοιπόν, την πρώτη εκείνη απογοήτευση, κόλλησα τον ιό της μετακόμισης. Ποτέ μου δεν σταδιοδρόμησα τρία χρόνια στην ίδια διεύθυνση, κυνηγώντας με πάθος και πολύ κόπο τη χίμαιρα του ιδανικού σπιτιού, αλλάζοντας γειτονιές πιο συχνά απ όσο κάποιος άλλος θα άλλαζε πουκάμισα. 
Το ρεκόρ μου το χτύπησα κάπου στα υψίπεδα του Λυκαβηττού, με μια εγκατάσταση που άντεξε μόλις τέσσερις μέρες, όταν στο πρώτο ξύπνημα ανακάλυψα ότι ο ιδιοκτήτης είχε
διπλονοικιάσει το τεσσάρι, εκτός από μένα και σε μια αποικία από γιγάντιες, φτερωτές κατσαρίδες, που είχαν στήσει το σαλόνι τους στα ντουλάπια της κουζίνας.
Οι λόγοι που σε ωθούν να μαζεύεις τα μπογαλάκια σου κάθε τρία τέρμινα αναζητώντας μια καλύτερη θέα της Ακρόπολης, είναι δύο ειδών: οι απέξω και οι απομέσα. Οι απέξω είναι εκείνοι που πλασάρονται με ευκολία στους δικούς σου, που ανοίγουν με πανικό τεράστια τα μάτια όταν τους ανακοινώνεις ότι και πάλι ναι, δυστυχώς! πακετάρεις. Το πλακάκι του μπάνιου μού φέρνει μια seventies ναυτία. Κάτω από το μπαλκόνι μου περνούν περισσότερα αυτοκίνητα απ όσα αντέχει το νευρικό μου σύστημα. Το σαλόνι είναι πολύ μικρό για τον αγαπημένο μου τριθέσιο, με αποτέλεσμα να γεμίζω μελανιές κάθε φορά που σηκώνομαι για να πάω στην κουζίνα. 
Το προφίλ του Λυκαβηττού είναι πιο κολακευτικό από τη Βασιλίσσης Σοφίας παρά από το Κουκάκι. Τα καλοριφέρ δεν ανάβουν αρκετά το χειμώνα και δεν θέλω να περάσω άλλη μία σεζόν μετενσαρκωμένη σε χιονάνθρωπο. Τα κοινόχρηστα είναι φωτιά και λάβρα. Η κουζίνα δεν εξυπηρετεί όταν μια φορά το χρόνο τραπεζώνω εξήντα άτομα. Μόλις χώρισα και η δεξιά πλευρά της ντουλάπας επιμένει να μου τον θυμίζει. Και, τέλος, έχω αλλάξει σπίτι επειδή το γουόκ μου δεν χωρούσε σε κανένα ντουλάπι της κουζίνας. Δικαιολογίες περίπου αληθοφανείς και λογικοφανείς, ό,τι πρέπει για να μη σε πάρει ο άλλος για εντελώς παλαβή. Ασχετα αν ήδη το ξέρεις πως και στο επόμενο ονειρεμένο «απαρτεμάν» τα κοινόχρηστα θα είναι το ίδιο «φωτιά», ο χειμώνας το ίδιο παγερός και το πλακάκι του μπάνιου το ίδιο σκιαχτικό.
Αν αντέξεις και κοιτάξεις στο βάθος της κάθε απόφασης, θα ενημερωθείς για μερικά πολύ δυσάρεστα τα οποία σε αφορούν και τα οποία πολύ θα ήθελες να μην εντοπίσει πάνω σου ο συνάνθρωπος που θα βρεθεί στο δρόμο της ζωής σου. 
Αυτός που αλλάζει σπίτι κάθε τρεις και λίγο αλλάζει με την ίδια ευκολία δουλειές, φίλους, έρωτες, απόψεις και στάση ζωής. Κάτι σκοτεινό τον κυνηγάει μονίμως κι ενώ ο εφιάλτης κατοικεί εντός του εκείνος τον εντοπίζει στα ελλιπή ντουλάπια της κουζίνας. Εκτός από τις υπόλοιπες Ερινύες που τον κυνηγούν, πάσχει κι από το σύνδρομο του Πίτερ Παν, κοινώς αλλάζοντας συνεχώς φωλιά προσπαθεί να αποφύγει το χρόνο, τη συνήθεια, την ωριμότητα, παίζοντας ένα αιώνιο κρυφτό με τη ζωή του, η οποία έχει καθηλωθεί κάπου στα 5 χρόνια του.
Αυτά ενδεχομένως να είχε να μου καταλογίσει ο σοβαρός ψυχαναλυτής, που εννοείται ότι αποφεύγω όπως θα απέφευγα ένα νεόχτιστο στα Βριλήσσια για την ανία της αισθητικής του και τα ψεύτικα υλικά της κατασκευής του. Ομως, το συνεχές «φεύγα» είναι και κάτι σαν πάρτι όταν η ζωή σού ξημερώνει κάθε λίγο και λιγάκι με μια διαφορετική οπτική της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος επίσης. Οι μετακομίσεις, ωστόσο, μου αποκάλυψαν κι ένα σωρό άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, εκτός από το βαθύτερο εσωτερικό μου δράμα: η γειτονιά που μένεις επηρεάζει καθοριστικά το lifestyle, την ψυχολογία και τον τρόπο ζωής σου. 
Ως κάτοικος Κολωνακίου πάσχεις μονίμως από ένα σύνδρομο ανωτερότητας ή αλλιώς το σύνδρομο του γαλάζιου αίματος. Ακόμη κι αν είναι να κατέβεις για γάλα στην ΕΒΓΑ, φοράς τα καινούργια δεκάποντα Prada σου κι όταν βγαίνεις για ψωμί στο φούρνο αποκλείεται να μη γυρίσεις και με μια σακούλα από την Καλογήρου. Στο Κολωνάκι παρασύρεσαι και δεν ζεις τη ζωή τη δική σου, αλλά της Μαρί Σαντάλ. Στο Παγκράτι, πάλι, διδάσκεσαι τη χρήση της «καλημέρας» και της «καλησπέρας» κι αντιλαμβάνεσαι ότι από το βίο της Ρούλας της κομμώτριας σε χωρίζει απλώς μια μεσοτοιχία κι όχι ένα κοινωνικό χάσμα. Εκεί κάπου στις παρυφές του Γκαζοχωρίου και των σύγχρονων λοφτ, μαθαίνεις τη ζωή χωρίς καθημερινή ταυτότητα, δηλαδή πώς είναι να ζεις έτη φωτός μακριά από μανάβικα και σούπερ μάρκετ και πάνω ακριβώς από κλαμπ και μπαράκια. 
Το πλησιέστερο μαγαζάκι μιλάει πακιστανικά και μπορεί να μη βρίσκεις γάλα μια Κυριακή πρωί αλλά οπωσδήποτε θα βρεις φρέσκο κόλιαντρο και κάρι σε πακέτο. Αποσυντονισμένος από το πολιτισμικό σοκ και τα συνεχή ξενύχτια, θα προσπαθήσεις να ανασυνθέσεις το διαλυμένο παζλ του εαυτού σου στη νεκρική σιγή του παλιού Ψυχικού. Κι ενώ στο κέντρο έχεις την εντύπωση ότι είσαι μόνο και πάντα νέος, εδώ θα ζήσεις τον επιθανάτιο ρόγχο τού «γεννήθηκα ετοιμοθάνατος».
 Στους δρόμους θα συναντάς μόνο πρασινάδες και Φιλιππινέζες, οι οποίες σιγά-σιγά μέσα σου θα μεταμορφωθούν σε νοσοκόμες-φύλακες των τελευταίων στιγμών μιας αόρατης κοινωνίας που ξεψυχάει ερμητικά κλεισμένη πίσω από πρασιές και πόρτες υψίστης ασφαλείας. Στην Κυψέλη, θα μπεις στο ρόλο του αιώνιου φοιτητή και θα κινδυνέψει σοβαρά η καριέρα σου, η οποία θα πάρει τα μεγάλα «πάνω» της όταν μετακομίσεις στην Κηφισίας. 
Το χαμηλοκάβαλο, ατημέλητο τζιν και ιδανική στολή της Κυψέλης, μαζί με όλη τη «δε βαριέσαι» ψυχολογία - ρεμάλι της Φωκίωνος, θα ηχήσει σαν κακόγουστο αστείο ανάμεσα στους αγχωμένους, γραβατωμένους γιάπηδες της καινούργιας γειτονιάς, που κυκλοφορούν μονίμως καλωδιωμένοι με τα εργασιακά τους προβλήματα, παραληρώντας σαν κουρδισμένα ρομπότ στα φανάρια. Για να μη σε φτύσει η συνοικία, θα κάνεις ασυνείδητα περίπου όπως κι εκείνοι κι αυτό θα αποδειχτεί σωτήριο τόσο για το επαγγελματικό σου προφίλ όσο και για την τσέπη σου. Στα Εξάρχεια δεν βιάζεται κανείς. Στη Βασιλίσσης Σοφίας όλοι βιάζονται. Στο Κουκάκι είσαι ο κανένας. Στην Κηφισιά είσαι μόνο «κάποιος» γενικά και αφηρημένα.
Οι συνεχείς μετακινήσεις σού μαθαίνουν πώς να διαβάζεις μια αγγελία: αυτή που «λέει» είναι εκείνη που λέει τα λιγότερα. Το ιδανικό σπίτι περιγράφεται πάντα λακωνικότατα, ενώ η μπουρούχα συνοδεύεται από εξήντα γαλλικές σος. Υπάρχει, βέβαια, και η μακροσκελής περιγραφή που κρατά τις υποσχέσεις της. 
Αλλά αυτή εντοπίζεται πάντα στα Ανάκτορα, το Πανόραμα Βούλας ή την Εκάλη, οπότε δεν ενδιαφέρει την τσέπη σου. Οι συνεχείς μετακινήσεις σού μαθαίνουν επίσης ότι μια μετακόμιση δεν θέλει κόπο αλλά τρόπο και σφιχτή σκηνοθεσία. Αλλάζοντας διαρκώς γειτονιές, νιώθεις σαν πρωτοκλασάτος πρωταγωνιστής, κάτι σαν τον Μαρκουλάκη, ας πούμε, που δεν μένει ούτε μία σεζόν χωρίς ρόλο. 
Ανάλογα με τη γειτονιά, αλλάζουν οι συνήθειες, η όψη της ζωής, η κάθε μέρα, ακόμη και ο τρόπος που θα αρθρώσεις την καλημέρα σου στον περιπτερά, ο οποίος στο Κολωνάκι δεν ονομάζεται ποτέ «μπαρμπα-Μήτσος». Η περιοχή Χαλανδρίου-Βριλησσίων και περίχωρα, με την οικιστική και γενικότερη αποχαύνωση και ακινησία της, σε βοηθάει ψυχολογικά να στηρίξεις το ρόλο του άψογου οικογενειάρχη με δυο κουτσούβελα στο πίσω κάθισμα του πολυμορφικού σου. Το Γκαζοχώρι, πάλι, αδυνατεί να στηρίξει συναισθηματικά το μοντέλο της Αγίας Οικογένειας, καθώς είναι βουτηγμένο στον πειρασμό.
Κι αφού, λοιπόν, σαν την καλοκαιρινή σαύρα άλλαξα πλείστες όσες φορές πετσί και ρόλο, αποφάσισα να μετακομίσω στο δικό μου ιδιόκτητο για να βάλω ένα φρένο κι έναν περιορισμό στο νομάδα μέσα μου. Πάνω στο χρόνο, κάτι άρχισε να κλοτσάει εντός μου. Μία ήταν το σχήμα του σαλονιού και μία ο πλάγιος φωτισμός της κουζίνας. Αυτή τη φορά είπα να παλέψω το δράκο από μέσα. Κι έτσι, άρχιζα ν αλλάζω ντεκόρ. Εκεί που πριν ήταν ο κόκκινος καναπές τώρα βρίσκεται ο πράσινος. Εκεί που κάποτε ήταν το σαλόνι τώρα βρίσκεται η τραπεζαρία. Ακόμη δεν ξέρω... Αν πάσχετε από το ίδιο σύνδρομο, ελπίζω του χρόνου, στο ίδιο αφιέρωμα, να σας δώσω με το καλό μια οριστική και έγκυρη απάντηση.
ethnos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου