Η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον το περασμένο σαββατοκύριακο επικεντρώθηκε στην ελληνική κρίση. Πρόκειται για την πρώτη τέτοιου είδους κρίση για μία χώρα με υψηλά εισοδήματα και κυρίως για μία χώρα της ευρωζώνης.
Το να συνεχίσουμε να στηριζόμαστε στις τρέχουσες προτάσεις -το "Πλάνο Α" των αξιωματούχων
περιλαμβάνει βαθιές δημοσιονομικές περικοπές, μη ικανοποιητικές δομικές μεταρρυθμίσεις και την ελπίδα ότι οι αγορές θα παραμείνουν ανοιχτές και θα επιστρέψει η ανάπτυξη- είναι ένα επικίνδυνο στοίχημα, το οποίο θα χαθεί. Ήδη, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης ψήφισαν κατά αυτής της προσέγγισης και άρχισαν να προεξοφλούν τη μεγάλη πιθανότητα η Ελλάδα να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της, ενώ το ενδεχόμενο μεταφοράς στην υπόλοιπη ευρωζώνη είναι πλέον υψηλό.
Το πιθανότερο είναι ότι το πρόγραμμα στήριξης για την Ελλάδα -από 100 έως 120 δισ. ευρώ, όπως προτείνει το ΔΝΤ- δεν πρόκειται να λειτουργήσει.
Καλύτερα να προχωρήσουμε στο "Πλάνο Β". Σε αυτό θα περιλαμβάνονται: προληπτική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ευρύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στις περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης, διεύρυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μεγαλύτερη οικονομική στήριξη από το ΔΝΤ και την ευρωζώνη για την Ελλάδα προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μετάστασης, περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, δημοσιονομικό και καταναλωτικό πακέτο στήριξης στη Γερμανία και συντονισμένες προσπάθειες να βρεθούν και να διορθωθούν οι θεσμικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Η πετυχημένη δημοσιονομική προσαρμογή του Βελγίου στη δεκαετία του ’90 συνήθως χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να στηριχθεί το "Πλάνο Α". Όμως, το Βέλγιο είχε να αντιμετωπίσει μία παγκόσμια οικονομία σε άνθηση και επιτόκια που ακολουθούσαν πτωτική πορεία. Σε πλήρη αντίθεση, η Ελλάδα και οι άλλες περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης βρίσκονται αντιμέτωπες με περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος που τις χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη, με απώλεια ανταγωνιστικότητας, κατακόρυφη άνοδο των πραγματικών επιτοκίων και εύθραυστη και αδύναμη οικονομική ανάπτυξη.
Βάσει του "Πλάνου Α", χρειάζεται ωμή δημοσιονομική προσαρμογή ώστε να μειωθεί το έλλειμμα σε περισσότερο βιώσιμα επίπεδα. Θα οδηγήσει σε υψηλότερη ανεργία και κοινωνική αναταραχή στην τρέχουσα φάση, ενώ η πιθανότητα να βοηθήσει στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας χάνεται στο μακρινό μέλλον. Θα επιτείνει τις αποπληθωριστικές αλλά και τις πολιτικές πιέσεις στον Νότο της Ευρώπης και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των πραγματικών επιτοκίων. Εάν αποδειχτεί ότι δεν "δουλεύει" άμεσα, τότε τα πραγματικά επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται και μάλιστα ταχύτερα απ’ ό,τι την τρέχουσα εβδομάδα.
Ουσιαστικά το "Πλάνο Α" οδηγεί σε άτακτη χρεοκοπία και σε χρηματοοικονομική κρίση. Αντίθετα, η προληπτική αναδιάρθρωση του χρέους έχει λειτουργήσει όπου αλλού εφαρμόστηκε στο παρελθόν, ιδιαίτερα όταν στηρίχτηκε και στην πολιτική βούληση: στο Πακιστάν και στην Ουκρανία το 1999, στην Ουρουγουάη το 2002 και στη Δομινικανή Δημοκρατία το 2005.
Έχει χαθεί πολύς χρόνος, αλλά αν ακολουθηθούν τα παρακάτω βήματα, τότε θα αποφύγουμε ένα άτακτο αποτέλεσμα.
Πρώτον, χρήση των προηγούμενων ανάλογων υποθέσεων σε αναδυόμενες αγορές ως βάση. Δεύτερον, καλή προετοιμασία για τον ακριβή τρόπο αναδιάρθρωσης του χρέους και παροχή εναλλακτικών λύσεων προς τους ιδιώτες πιστωτές. Τρίτον, χρήση μέρους της βοήθειας για την κάλυψη του χρέους και ένα άλλο μέρος για μείωση του ελλείμματος, ούτως ώστε να υποχωρήσουν και τα πραγματικά επιτόκια. Τέταρτον, αναμόρφωση του χρόνου ωρίμανσης των υπαρχόντων ομολόγων και μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους, με ταυτόχρονη εφαρμογή ενός προγράμματος δομικών μεταρρυθμίσεων, ούτως ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να συνδυαστούν με ένα παρόμοιο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και δομικών μεταρρυθμίσεων και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή: ιδιαίτερα στην Πορτογαλία και στην Ισπανία. Αυτό το σχέδιο θα ήταν καλύτερο να στηριχτεί σε μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ αλλά και εποπτεία από τον ίδιο οργανισμό.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνει στα "χαρακώματα" προκειμένου να στηρίξει ενδεχόμενη επίθεση στις ελληνικές τράπεζες, να εφαρμόσει πιο χαλαρή νομισματική πολιτική ώστε να υπάρξει αποδυνάμωση του ευρώ, και ως εκ τούτου να στηρίξει την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να υπάρξει στήριξη της κατανάλωσης στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Β. Ευρώπης, για να υπάρξει η απαιτούμενη ισορροπία στην ανάπτυξη της ευρωζώνης.
Μία τέτοια προσέγγιση θα είχε αρκετές πιθανότητες επιτυχίας και ταυτόχρονα θα έδειχνε ότι η Ευρώπη μπορεί να διδαχτεί από ανάλογες περιπτώσεις, ακόμη και εάν αυτές αφορούν σε αναδυόμενες αγορές.
Δυστυχώς, αν και το "Πλάνο Β" μοιάζει ιδιαίτερα επείγον, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες υιοθέτησης. Μέχρι στιγμής, οι αξιωματούχοι είναι επίμονα προσκολλημένοι στο "Πλάνο Α", του οποίου τις "τρύπες" δεν πρόκειται να κλείσει μία μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ.
* Ο κ. Nouriel Roubini είναι πρόεδρος και ο κ. Arnab Das διευθύνων σύμβουλος στην εταιρία ερευνών Roubini Global Economics.
FT.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου