Οδηγούσα νευρικά μουρμουρίζοντας για το δεξιό υαλοκαθαριστήρα που δεν λειτουργούσε καλά και θόλωνε το τζάμι αντί να το καθαρίζει. Το ψιλόβροχο ανακατεμένο με τις πιτσιλιές από τις ρόδες των διερχόμενων αυτοκινήτων γινόταν πάνω στο
παρμπρίζ μου μουτζούρα που δεν μ’ άφηνε να δω καλά καλά μπροστά «Πρέπει να τον αντικαταστήσω άμεσα» έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι και καθώς η καύτρα ακούμπησε την τσίχλα που είχα αφήσει εκεί μια γλυκερή μυρωδιά καμένου λάστιχου απλώθηκε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου «Ρεεεεε, τι βάζουμε στο στόμα μας!» προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην οδήγηση. Η κατηφόρα των Πετραλώνων γλυστρούσε διαολεμένα και δεν είχα καμιά όρεξη να βρεθώ αγκαλιά με τα καχεκτικά δέντρα.Έφτασα στο κόκκινο φανάρι και σταμάτησα βγάζοντας φλας για να στρίψω αριστερά. «Ουφ θέλω κι άλλο τσιγάρο! Με σκάσανε πάλι στο ραντεβού. Ρε μανία να γίνουν όλοι έξυπνοι πια! Μα όλοι! Άκου να δουλεύω τζάμπα μέχρι να δουν αποτέλεσμα!», κατέβασα το τζάμι του οδηγού για να φεύγει ο καπνός και είδα το καγκουράμαξο να στρίβει στο γλυστερό οδόστρωμα με αδικαιολόγητη ταχύτητα μαρσάροντας και φρουμάζοντας σαν άλογο ιπποδρόμου «σιγά ρε μεγάλε» σκέφτηκα «Πολύ βιάζεσαι! Λες να μην προλάβεις αν πάρεις τη στροφή πιο ήρεμα;» να βουτάει μέσα σε μια τεράστια λακούβα και να τινάζει με ορμή τα βρωμόνερα που την είχαν γεμίσει ως επάνω! Τα νερά μπήκαν από το ανοιχτό παράθυρο με τέτοια δύναμη που προς στιγμήν νόμισα ότι είχε σηκωθεί τσουνάμι στη στροφή της Χαμοστέρνας!
Τα μαλλιά μου κρέμονταν βρεγμένα, η μούρη μου γέμισε λάσπες και το τσιγάρο μου διαλύθηκε πάνω στο παντελόνι μου σε μια αξιοθρήνητη μάζα. Έμεινα με το φίλτρο στο χέρι και το στόμα ανοιχτό! Ευτυχώς το άνοιξα μετά την εισβολή διότι θα είχα καταπιεί και κάνα δυο κιλά λασπόνερα!
Στο μεταξύ το φανάρι άναψε και ο πισινός μου αποφάσισε να διεκδικήσει το δικό του ρόλο στην ιστορία κορνάροντας σα να μην είχε κι αυτός ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Βρεγμένη ως το κόκαλο, βρωμισμένη και αηδιασμένη, έβαλα πρώτη κι έστριψα αριστερά. Λίγο παρακάτω σταμάτησα και έμεινα ακίνητη κρατώντας το τιμόνι, να κοιτάω μπροστά χωρίς να βλέπω αυτοκίνητα, δέντρα, βρεγμένους περαστικούς.
Το παράπονό μου με είχε κατακλύσει. Ένα παράπονο είχα γίνει. Από τα στεγνά μου νύχια μέχρι τα βρεγμένα βρώμικα μαλλιά μου. Όχι για τον καυλωμένο κάγκουρα, όχι για τον καταπιεσμένο ανθρωπάκο που έχει συνδέσει την ύπαρξή του με την κόρνα αλλά για μένα. Για το σύστημα στο οποίο έχω δεχτεί να υπάρχω. Για το σύστημα του οποίου έχω δεχτεί να είμαι κομμάτι του. Έσκυψα το κεφάλι. Όπως το σκύβω καθημερινά. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να διαμαρτυρηθώ πουθενά για τη λακούβα, για την κακοτεχνία του δρόμου, για τα ρούχα μου που βρώμισαν, για τα μαλλιά μου που κρέμονταν σα φύκια. Με πλήγωσε τόσο η γνώση της αδιαφορίας με την οποία με περιβάλει το σύστημα. Με πόνεσε τόσο η αποδοχή της ήττας μου σε μια μάχη που δεν είμαι καν διατεθειμένη να δώσω.
Έβαλα πρώτη και συνέχισα το δρόμο μου με το βρεγμένο φίλτρο να κρέμεται ακόμα από το χέρι μου.
amelielaw.wordpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου